μπόλι
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. θεραπευτικό ή προληπτικό εμβόλιο
2. εμβόλιο εγκεντρισμού, ενόφθαλμο κλαδάκι δέντρου με το οποίο γίνεται δενδροκομικός εμβολιασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβόλ-ιον, υποκορ. του ἔμβολον (πρβλ. ἐμβαίνω < μπαίνω)].
το
1. θεραπευτικό ή προληπτικό εμβόλιο
2. εμβόλιο εγκεντρισμού, ενόφθαλμο κλαδάκι δέντρου με το οποίο γίνεται δενδροκομικός εμβολιασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβόλ-ιον, υποκορ. του ἔμβολον (πρβλ. ἐμβαίνω < μπαίνω)].