μπόλι

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192

Greek Monolingual

το
1. θεραπευτικό ή προληπτικό εμβόλιο
2. εμβόλιο εγκεντρισμού, ενόφθαλμο κλαδάκι δέντρου με το οποίο γίνεται δενδροκομικός εμβολιασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβόλ-ιον, υποκορ. του ἔμβολον (πρβλ. ἐμβαίνω < μπαίνω)].