μυγιαστήρι

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source

Greek Monolingual

το
θύσανος απο μακριές τρίχες ενωμένες σε λαβή για να διώχνονται οι μύγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυγιάζομαι + επίθημα -τήρι (πρβλ. σκαλιστήρι)].