σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
-ές μυελόςανατ.1. αυτός που είναι όμοιος με τον μυελό τών οστών2. αυτός που οφείλεται στον μυελό τών οστών.