μυελοειδής

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

-ές μυελός
ανατ.
1. αυτός που είναι όμοιος με τον μυελό τών οστών
2. αυτός που οφείλεται στον μυελό τών οστών.