Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυκοτρόφος

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

-ο
(για φυτό) αυτό που φέρει στις ρίζες του μύκητες οι οποίοι καλούνται μυκόρριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. mycotrophe (< μύκης «μύκητας» + -τρόφος < τρέφω)].