μυξαδένας

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source

Greek Monolingual

ο
ανατ. η υπόφυση του εγκεφάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + αδένας. Η λ., στον λόγιο τ. μυξαδήν, μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].