υπόφυση
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
η / ὑπόφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ
παραφυάδα
νεοελλ.
(ανατ.-φυσιολ.) ενδοκρινής αδένας που είναι ένα νευροαδενικό όργανο, μεγέθους φουντουκιού, το οποίο βρίσκεται στην κρανιακή κοιλότητα, κάτω από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου, μέσα στο τουρκικό εφίππιο της βάσης του κρανίου και παίζει σημαντικό ρόλο σε μεγάλο αριθμό λειτουργιών του οργανισμού, αλλ. μυξαδένας
αρχ.
1. η αποκάτω αύξηση
2. ανατ. μικρή εξοχή οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποφύω, -ομαι. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. hypophysis].