μυοτονία

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

η
ιατρ. ασθένεια που συνίσταται σε παρατεταμένη συστολή ενός μυός με ανικανότητα χαλάρωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myotonie (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τονία < -τόνος < τείνω)].