μυρικάς

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421

Greek Monolingual

μυρικᾱς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρκος «άφωνος», τ. σχηματισμένος κατ' επίδραση του μυρίκη «είδος θάμνου»].