μυρμηκόφιλος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρμηκόφιλα
α) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ειδών εντόμων τα οποία ζουν μόνιμα σε μυρμηγκοφωλιές ή σε επαφή με τα μυρμήγκια
β) βοτ. χαρακτηρισμός φυτών τών τροπικών περιοχών τα οποία φιλοξενούν στις κοιλότητές τους ή σε εξογκώματα τών φύλλων τους μυρμήγκια, με τα οποία αναπτύσσουν μια μορφή συμβίωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myrmicophilus (< μύρμηξ «μυρμήγκι» + φίλος)].