μυροστάφυλος
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Greek (Liddell-Scott)
μῠροστάφυλος: -ον, ἄμπελος φέρουσα εὐώδη σταφύλια, «μοσχοστάφυλα», Γεωπ. 4. 9, ἐν τῷ ἐπιγραφῇ.
Greek Monolingual
μυροστάφυλος, -ον (Μ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυροστάφυλον
άμπελος από την οποία παράγονται ευώδη σταφύλια, μοσχοστάφυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -σταφυλος (< σταφυλή)].