μυροσταγής

English (LSJ)

μυροσταγές, dripping with unguent, Anon. ap. Suid. s.v. ἀναδούμενος.

German (Pape)

[Seite 221] ές, von Salböl träufelnd, frg. bei Suid. v. ἀναδούμενος.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροστᾰγής: -ές, ὁ στάζων ἐκ μύρων, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀναδούμενος.

Greek Monolingual

μυροσταγής, -ές (Α)
αυτός που στάζει μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -σταγής (< στάζω), πρβλ. αιμοσταγής].