μωροπίστευτος

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο μωρόπιστος. (
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + πιστεύω.