μωρότητα

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

η μωρός
η ιδιότητα και η κατάσταση του μωρού, αμβλύτητα τών αισθήσεων και του νου, μωρία.