ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
ος, ον :c. μονιός.
-α -ο (Μ μόνιος, -α, -ο) μόνοςμόνος («και μόνιος και ολομόναχος με λογισμό πορπάτει», Ερωτόκρ.).