μόνιος

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μονιός.

Greek Monolingual

-α -ο (Μ μόνιος, -α, -ο) μόνος
μόνος («και μόνιος και ολομόναχος με λογισμό πορπάτει», Ερωτόκρ.).