μονιός

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονιός Medium diacritics: μονιός Low diacritics: μονιός Capitals: ΜΟΝΙΟΣ
Transliteration A: moniós Transliteration B: monios Transliteration C: monios Beta Code: monio/s

English (LSJ)

μονιόν, but Ep. μούνιος Hdn.Gr.1.118:—
A solitary, of male beasts which have been driven from the herd: hence, savage, ferocious, μ. δάκος Call.Dian.84; μούνιος ἐκ θάμνοιο λύκος AP7.289 (Antip. Thess.), cf. Luc.Ep.Sat.34.
2 Subst., solitary wild boar (ὗς ἄγριος ὁ μὴ τοῖς ἄλλοις συναγελαζόμενος Hsch.), v.l. for ὗς ἄγριος in Aesop.407; μ. ἄγριος LXX Ps.79(80).13 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 202] einsam lebend; Callim. Dian. 84; von Wölfen, Luc. Epist. Sat. 34; vgl. Iac. Ael. N. A. 7, 47; die Betonung μόνιος ist nach Arcad. p. 40 unrichtig; aber ion. μούνιος.

French (Bailly abrégé)

ός, όν ou μόνιος, ος, ον :
subst.μονιός animal sauvage qui va seul et non en troupes, particul.
1 sanglier (cf. franç. solitaire, et sanglier = singularem);
2 loup.
Étymologie: μόνος.
Syn. 1) κάπρος, μονίας, σῦς, ὗς² - 2) κνηκίας, κνηκός, λύκος, μονόλυκος.

Russian (Dvoretsky)

μονιός:
I и μόνιος, ион. μούνιος 2 одиноко живущий, нелюдимый (λύκοι Luc.).
IIживущий одиноко кабанодинец») Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

μονιός: -όν, ἀλλ’ Ἐπικ. μούνιος, (Ἀρκάδ. 40. 2, κτλ.)· ― μεμονωμένος, ἀπομονωθείς, ἐπὶ τῶν ἀρρένων κτηνῶν τῶν ἀποχωρισθέντων τῆς ἀγέλης· ὅθεν, ἄγριος, θηριώδης, μ. δάκος Καλλ. εἰς Ἄρτ. 84· μούνιος ἐκ θάμνοιο λύκος 7. 289, πρβλ. Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 34. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀγριόχοιρος ζῶν μόνος, (ὗς ἄγριος ὁ μὴ τοῖς ἄλλοις συναγελαζόμενος Ἡσύχ.), Αἰσώπ. Μῦθ. 54 Πλανούδ. (ἔνθα ἄλλαι ἐκδόσεις ἔχουσιν ὗς), μ. ἄγριος Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΘ΄, 13), ἔνθα ἄγριος ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ σῦς ἐκ δρυμοῦ, ἴδε Θεοδώρητ. ἐν τόπῳ· πρβλ. μονήρης Ι, 1. (Πρβλ. τὸ χυδαῖον Λατ. singularis, ἀγριόχοιρος, ὅθεν τὸ Γαλλ. sanglier).

Greek Monolingual

μονιός, -ιόν (ΑΜ,Α ιων. τ. μούνιος,-ιον) μόνος
1. (για τα αρσενικά ζώα) αυτός που έχει αποχωριστεί από την αγέλη, απομονωμένος, μόνος
2. άγριος, θηριώδης
3. το αρσ. ως ουσ.μονιός
ο αγριόχοιρος, ο οποίος ζει μόνος του.