παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
Full diacritics: μῠλιος | Medium diacritics: μύλιος | Low diacritics: μύλιος | Capitals: ΜΥΛΙΟΣ |
Transliteration A: mýlios | Transliteration B: mylios | Transliteration C: mylios | Beta Code: mu/lios |
α, ον, = μυλίας, λίθος Procop. Aed.2.6.7,8.18.
μύλιος, -ία, -ον (Α) μύλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο, μυλίας («μύλιος λίθος», Προκόπ.).