μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
[Seite 221] von Myrthen, Sp. – Bei Theophr. auch = μύρτος; – τὸ μύῤῥινον = μύρτον 2), ψωλὸν γενέσθαι δεῖ σε μέχρι τοῦ μυῤῥίνου, Ar. Equ. 959.