νήτρον

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

νῆτρον, τὸ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «κλωστήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νη- του νήθω «γνέθω» + επίθημα -τρον (πρβλ. μάκτρον, νίπτρον)].