νανισμός
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
ο
1. η ιδιότητα ή η κατάσταση του νάνου, η επίσχεση της σωματικής ανάπτυξης σε όρια κάτω από τα ελάχιστα φυσιολογικά
2. βοτ. η καχεκτική ανάπτυξη τών φυτών, η παραμονή τους σε όρια μικρότερα από το συνηθισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nanisme < γαλλ. nain (< λατ. nanus < νᾶνος) + κατάλ. -isme (βλ. -ισμός)].