νανοκέφαλος

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ιατρ. αυτός έχει κεφάλι δυσανάλογα μικρό, αυτός που πάσχει από νανοκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάνος + κεφάλι].