ναξιακός

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α ναξιακός, -ή, -όν) Νάξος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Νάξο ή που προέρχεται από τη Νάξο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Ναξιακά
σύγγραμμα του Ανδρίσκου που σήμερα δέν σώζεται και το οποίο αναφερόταν στη Νάξο.