ναοθέσιον

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

ναοθέσιον, τὸ (Α)
πιθ. η περιοχή του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -θέσιον (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. ιεροθέσιον, χαλκοθέσιον].