ναυτομεσίτης

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που αναλαμβάνει να εξασφαλίσει, έναντι αμοιβής, στους πλοιοκτήτες πλήρωμα για το πλοίο τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].