νείδι

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

το
1. προσβολή της τιμής κάποιου, ατίμωση, όνειδος
2. παροιμ. «κάλλιο του Χάρου σκέπασμα παρά του κόσμου νείδι» — είναι προτιμότερος ο θάνατος από την ατίμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. από το ρ. νειδ-ίζω (πρβλ. διασκέλι < διασκελίζω].