Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
το
1. προσβολή της τιμής κάποιου, ατίμωση, όνειδος
2. παροιμ. «κάλλιο του Χάρου σκέπασμα παρά του κόσμου νείδι» — είναι προτιμότερος ο θάνατος από την ατίμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. από το ρ. νειδ-ίζω (πρβλ. διασκέλι < διασκελίζω].