νεκράνθεμο

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

το
1. το νεκρολούλουδο, το άνθος που αποθέτουν πάνω στον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + άνθεμο «άνθος». Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].