νεκράνθεμο
From LSJ
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
Greek Monolingual
το
1. το νεκρολούλουδο, το άνθος που αποθέτουν πάνω στον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + άνθεμο «άνθος». Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].