νεκρολούλουδο

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

το
1. κοινή ονομασία φυτού
2. στον πληθ. τα νεκρολούλουδα
άνθη που τίθενται πάνω στον νεκρό.