νεκρέγερση
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
Greek Monolingual
η (Α νεκρέγερσις)
η νεκρανάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἔγερσις.
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
η (Α νεκρέγερσις)
η νεκρανάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἔγερσις.