νεκρέγερση

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

η (Α νεκρέγερσις)
η νεκρανάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἔγερσις.