νεκρέγερτος

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

νεκρέγερτος, -ον (ΑΜ, Μ και νεκρόγερτος, -ον)
νεκραναστημένος, εγερθείς εκ νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἐγείρω.