νεκρέγερτος
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek Monolingual
νεκρέγερτος, -ον (ΑΜ, Μ και νεκρόγερτος, -ον)
νεκραναστημένος, εγερθείς εκ νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἐγείρω.