νεκροβακίλλωση

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

η
(κτην.) ασθένεια που προκαλείται συχνά στα ζώα από τον ακτινομύκητα Bacillus necrophorus.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. necrobacillosis < necrophorus (< νεκρός + -φορος) + bacillosis (< λατ. bacillum «βακτήριο»)].