νεκροθάλαμος

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138

Greek Monolingual

ο
ο νεκρικός θάλαμος, δωμάτιο όπου τοποθετούν τον νεκρό πριν από την ταφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].