νεκροθάλαμος

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

ο
ο νεκρικός θάλαμος, δωμάτιο όπου τοποθετούν τον νεκρό πριν από την ταφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].