νεκρολάτρης

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

ο (Α νεολάτρης)
αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης, κοιλιολάτρης)].