Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
ο (Α νεολάτρης)αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης, κοιλιολάτρης)].