νεκροφώρ

From LSJ

Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.

Source

Greek Monolingual

νεκροφώρ, ὁ (Μ)
κλέφτης νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + φώρ, φωρός «κλέφτης»].