νεκροχειροτόνητος

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek (Liddell-Scott)

νεκροχειροτόνητος: ὁ, ἡ, ὁ τῇ βοηθείᾳ νεκρᾶς χειρὸς ἐπισκόπου χειροτονηθείς, Τιμόθ. Πρεσβύτ. 45Β, κλ.

Greek Monolingual

νεκροχειροτόνητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που χειροτονήθηκε επίσκοπος ενώ ήταν νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + χειροτονῶ πρβλ. αυτοχειροτόνητος, νεοχειροτόνητος].