νεκροχειροτόνητος

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεκροχειροτόνητος: ὁ, ἡ, ὁ τῇ βοηθείᾳ νεκρᾶς χειρὸς ἐπισκόπου χειροτονηθείς, Τιμόθ. Πρεσβύτ. 45Β, κλ.

Greek Monolingual

νεκροχειροτόνητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που χειροτονήθηκε επίσκοπος ενώ ήταν νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + χειροτονῶ πρβλ. αυτοχειροτόνητος, νεοχειροτόνητος].