νεκρόκοσμος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin des morts.
Étymologie: νεκρός, κόσμος.

Greek Monolingual

ο
ο κόσμος τών νεκρών, το σύνολο τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].