Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ος, ον :
qui prend soin des morts.
Étymologie: νεκρός, κόσμος.
ο
ο κόσμος τών νεκρών, το σύνολο τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].