νεμεσητής

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek (Liddell-Scott)

νεμεσητής: ὁ, ὁ αισθανόμενος ἀγανάκτησιν, Εὐστ. Ἰλ. Λ. 648.