νεροφίδα

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

η
1. νερόφιδο
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πίνει πολύ νερό.