νερόφιδο

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

το, και νεροφίδα, η (Μ νερόφιδον)
κοινή ονομασία ειδών, λιγότερο ή περισσότερο υδρόβιων, της οικογένειας columbridae και ιδίως του γένους νάτριξ.