νευρόδερμα

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

το
βιολ. τμήμα του εξωδέρματος του εμβρύου στο στάδιο του γαστριδίου, το οποίο διαφοροποιείται, με τη διαδικασία της νευριδίωσης, σε νευρικό σύστημα.