νεφελίνης

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του νατρίου και του καλίου το οποίο αποτελεί το πιο διαδεδομένο ορυκτό τή ομάδας τών αστριοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nepheline (< νεφέλη + κατάλ. -ίνης)].