νεφελόθεν

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεφελόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τῶν νεφελῶν, Ἰω. Ἀναγν. Θεσσ. σ. 368.

Greek Monolingual

νεφελόθεν (Α)
επίρρ. από τις νεφέλες, από τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μυχόθεν)].