νεφελόθεν

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεφελόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τῶν νεφελῶν, Ἰω. Ἀναγν. Θεσσ. σ. 368.

Greek Monolingual

νεφελόθεν (Α)
επίρρ. από τις νεφέλες, από τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μυχόθεν)].