νεόψηφος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόψηφος Medium diacritics: νεόψηφος Low diacritics: νεόψηφος Capitals: ΝΕΟΨΗΦΟΣ
Transliteration A: neópsēphos Transliteration B: neopsēphos Transliteration C: neopsifos Beta Code: neo/yhfos

English (LSJ)

νεόψηφον, calculated in a fresh way, prob. for νεόνυμφον in Suet.Ner.39.

Greek Monolingual

νεόψηφος, -ον (Α)
αυτός που υπολογίστηκε με νέο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ψῆφος.