νηδεής

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

νηδεής, -ές (Α)
πιθ. αυτός που δεν αισθάνεται δέος, άφοβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. καταδεής, περιδεής].