νηπιόβουλος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόβουλος: -ον, ὁ νήπια φρονῶν, Κ. Μανασσ. Χρον. 6176.

Greek Monolingual

νηπιόβουλος, -ον (Μ)
αυτός που σκέπτεται ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. θεόβουλος, μεγαλό-βουλος].