νηφαλιότης

From LSJ

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454

Greek (Liddell-Scott)

νηφᾰλιότης: -ητος, ἡ, ἡ ἀπὸ τοῦ οἴνου ἀποχή, ἐγκράτεια, Ἀθανάσ. Ι. 720C, κλ.

German (Pape)

ητος, ἡ, Nüchternheit, Sp.