νηῦν

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek (Liddell-Scott)

νηῦν: νέα, ναῦν, ἀξίην τὴν νηῦν ἔχει ταλάντων πολλῶν Ἡρώνδ. ΙΙ. 3.