νικαγωγεύς
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek Monolingual
νικαγωγεύς, -έως, ό (Μ)
(για τον Θεό) αυτός που οδηγεί προς την νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + ἀγωγεύς (< ἄγω)].