νοητής

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

νοητής, ὁ (Μ) νοώ
αυτός που σκέπτεται, που συλλαμβάνει τα πάντα με τον νου, δηλ. ο Θεός.