νομίατρος

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

ο
ιατρός που ασκεί ως δημόσιος υπάλληλος εποπτεία για την υγιεινή τών κατοίκων ενός νομού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός + ιατρός].