νομίατρος

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

ο
ιατρός που ασκεί ως δημόσιος υπάλληλος εποπτεία για την υγιεινή τών κατοίκων ενός νομού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός + ιατρός].