νοοσύνθετος

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek (Liddell-Scott)

νοοσύνθετος: ὁ ἐκ τοῦ νοῦ σύνθετος, Ἐπίγραμμ. πρὸ τῶν Σχολ. Μαξίμου εἰς Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

νοοσύνθετος, -ον (Α)
αυτός που έχει συντεθεί από τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σύνθετος (πρβλ. κακοσύνθετος, λεπτοσύνθετος)].