νορμ

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

το, και νόρμα, η
μαθ. ο μη αρνητικός αριθμός ο οποίος μπορεί να αντιστοιχιστεί σε κάθε στοιχείο ορισμένων γραμμικών χώρων με ιδιότητες ανάλογες της απόλυτης τιμής, δηλαδή είναι γενίκευση της έννοιας της απόλυτης τιμής ενός πραγματικού αριθμού, του μέτρου ενός μιγαδικού αριθμού ή διανύσματος.